- συνορίνω
- Α1. διεγείρω, ξεσηκώνω, παρακινώ συγχρόνως («ἵνα οἱ σὺν θυμὸν ὀρίνῃς», Ομ. Ιλ.)2. παθ. συνορίνομαισυνταράσσομαι («συνορινόμεναι κίνυντο φάλαγγες», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὀρίνω «εγείρω, σηκώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνορίνεται — συνορί̱νεται , συνορίνω rouse aor subj mid 3rd sg (epic) συνορί̱νεται , συνορίνω rouse pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνορινόμεναι — συνορῑνόμεναι , συνορίνω rouse pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)